ταὔτ'

ταὔτ'
ταὐτά , ταὐτός
identical
neut nom/voc/acc pl
ταὐτά̱ , ταὐτός
identical
fem nom/voc/acc dual
ταὐτά̱ , ταὐτός
identical
fem nom/voc sg (doric aeolic)
ταὐτέ , ταὐτός
identical
masc voc sg
ταὐταί , ταὐτός
identical
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • ταυτ' — ταυτί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl ταυταί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὖτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταῦτ' — ταῦτα , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύτ' — ταύτᾱͅ , οὗτος this fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυταληθής — ές, Μ (για τον Χριστό) ο απόλυτα αληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἀληθής] …   Dictionary of Greek

  • ταυτεμφερής — ές, Μ ακριβώς όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἐμφερής «όμοιος»] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοβούλητος — ον, Μ αυτός που έχει την ίδια βούληση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + βούλητος (< βούλομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ταυτογενής — ές, Μ αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὁμογενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”